1 ὑπ-ανα-πίμπλημι
ὑπ-ανα-πίμπλημι (s. πίμπλημι), allmälig anfüllen, τινὸς ὑπαναπλησϑείς Ael. H. A. 17, 13.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ὑπ-ανα-πίμπλημι